Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Ιστοριες, τρεις ζωες πριν


Μια φορά και ένα καιρό… που όλα ήταν πιθανά… που όλα ήταν προσιτά… που όσα είχαμε στην τσέπη μας έφταναν για να αγοράσουμε όλα όσα θέλαμε… που όσα θέλαμε να γίνουν τα βλέπαμε να παίρνουν μορφή μπροστά  μας… τότε που η αθωότητα μας είχε μια θολή… παράξενη μορφή… τότε που ξένοι σε ξένο τόπο κάναμε δικιά μας την ζωή που γουστάραμε… τότε που ο ουρανός ήταν το όριο, και ο θάνατος μια μακρινή υποψία… ψευδαισθήσεις αθανασίας και μεγαλείου. Γκρεμίστηκαν όπως ένας πύργος φτιαγμένος από τραπουλόχαρτα… αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Για την ακρίβεια ποτέ δεν είχε… Ξέραμε πως κάποτε θα τελείωνε. αλλά σχεδόν κοιτούσαμε το τέλος με υπεροψία. Σα να το αγνοούσαμε.

και όταν το τέλος ήρθε, όλοι χύσαμε ένα δάκρυ για όσα περάσαμε, για όλα όσα θα θέλαμε να ζήσουμε ακόμα, για όλα όσα αφήσαμε πίσω. Και αφήσαμε πίσω στιγμές. Στιγμές ανεξίτηλες, σα πληγές που δεν θέλουμε να κλείσουν,  στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου…και υποσχεθήκαμε… υποσχεθήκαμε πως η απόσταση ποτέ μα ποτέ δεν θα σταθεί εμπόδιο για εμάς που γίναμε μεγάλοι άνθρωποι μαζί. Που μαζί γελούσαμε, μαζί κλαίγαμε, μαζί ερωτευόμασταν, μαζί χωρίζαμε… Και κρατήσαμε τις στιγμές αυτές για φυλαχτό για τα χρόνια που θα έρθουν. Και θα μας βρουν χώρια. Θα μας βρουν αλλού. Αλλά δεν έχει σημασία όπως προείπα. Σημασία έχουν οι στιγμές.

Στιγμές που χορεύαμε τύφλα από φτηνό κρασί  πνιγμένοι στα θέλω μας τα θεόρατα. στιγμές που το σπίτι φαινόταν ότι πιο κοντινό στον παράδεισο. Με λιγότερο από μισό μυαλό να παραπατάμε για να φτάσουμε μέχρι τις πύλες του δικού μας παράδεισου. Στιγμές που όταν ο έρωτας χτυπούσε αλύπητα κάποιους από μας ξοδεύαμε όλο μας το βράδυ στο λιμάνι κάνοντας σχέδια και όνειρα.  Στιγμές που περπατούσαμε χιλιόμετρα για να ξεφύγουμε από τους δαίμονες που παραμόνευαν σε κάθε μας επιλογή. Στιγμές που ασφυκτιούσαμε σπίτια μας με τους γονείς μας να μην καταλαβαίνουν πως μεγαλώνουμε χωρίς να μας βλέπουν.

Στιγμές που μαστουρώναμε μέχρι σκασμού, χωρίς λόγο και καμία αιτία, απλά το κάναμε, και στο τέλος βρίσκαμε όλες τις αιτίες και όλους τους λόγους μαζεμένους. στιγμές που μαζευόμασταν όλοι μαζί και τρώγαμε σα να ήτανε μια οικογενειακή συνήθεια. Στιγμές που λέγαμε μικρά ψέματα για να μείνουν οι άλλοι ασφαλείς από τις πράξεις τους. Στιγμές που λέγαμε μεγαλύτερα ψέματα για να κρατηθούμε εμείς ασφαλείς από τα ψέματα μας.

Μαλακίες. Περνούσαμε καλά και δεν μας ένοιαζε. Ταξιδεύαμε γύρω από τον ήλιο πάντα με τον ήλιο στα μάτια μας. Αυτά που αφήναμε πίσω ήταν αυτά που δεν χωρούσαν στα μπαγκάζια μας. Και δεν είχαμε πολλές αποσκευές. Είχαμε όλα όσα θέλαμε. Μια στάλα από την πηγή της ζωής, χρυσόσκονη στην τσέπη μας, πολλές χαρούμενες σκέψεις για να χουμε να πετάμε, και όνειρα συνταγογραφούμενα.  Πλαστικές συνειδήσεις, σε συσκευασία δώρου, και μια θολή κρίση που επηρέαζε την μνήμη μας. Μπορεί να φταίνε και τα χασίσια που σχεδόν ξεχνούσαμε που αφήσαμε τα σώματα μας, αλλά ήταν εντάξει. Κανείς δεν τα πείραζε όπου και να τα αφήναμε.

Χανόμασταν στην δική μας, προσωπική λήθη, χαρίζαμε όλα τα αλλά στους απ έξω. Πέφταμε και πέφταμε όλο και πιο βαθιά στην τρυπά του λαγού. Αλλά  ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα που όσο άσπρος και αν ήταν ο λαγός δεν μπορούσαμε να τον δούμε.  Και όταν πια χτυπήσαμε πάτο … μείναμε ξαπλωμένοι εκεί για λίγο καιρό… ήταν ωραία εκεί στον πάτο. Τα έβλεπες όλα από τις βάσεις τους. Και ήταν όλες οι βάσεις σάπιες . η καλή ανατροφή από την οικογένεια και αηδίες. Όλα τα γαμημένα κωλόπαιδα με την ψεύτικη ευθυκρισία, όταν έμεναν μόνα στα σπίτια τους, γαμιόντουσαν απ το pc τους, με οποίον ήταν αρκετά καυλωμένος και αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Όλοι όσοι κατηγορούσαν την σαλεμένη μας ματιά, γινόντουσαν με χάπια και άλλα σχετικά και τα τρέχανε στα νοσοκομεία για να τους τα βγάλουν με το ζόρι.

Οι σνομπ πουτάνισες που μας έκοβαν από την κορφή μέχρι τα νύχια έγιναν καλές σύντροφοι κάποιου κωλοπετσωμένου, με σχετικά μικρό καυλί αλλά πολύ μεγάλο αυτοκίνητο.  Πλούσια φλωρακια κρατούσαν την κόκα σε αλουμινόχαρτο στη κωλοτσεπη τους, και το παίζανε αναρχικοί. Τα ναρκωτικά τους κόστιζαν πιο πολύ και από το νοίκι μου, αλλά και πάλι είχαν άποψη για την αφραγκια. Μποέμ γκόμενες που στο τέλος όσο ενδιαφέρουσες  και αν φαινόντουσαν  ήταν τα κοριτσάκια ενός μπαμπά με πρόβλημα στύσης.  Και με μια ψεύτικη κατάθλιψη να σκεπάζει το βλέμμα τους, μετά το καμένο από τις φτηνές βαφές μαλλί τους. Και δικαιολογίες. Ψεύτικες γαμημένες  δικαιολογίες. Δικαιολογίες που σου τρυπούσαν το μυαλό και σου όπλιζαν το χέρι. Και καυγάδες. Μπουκάλια να σπανέ στα κεφάλια και τα ρέστα. Αυτό που καταλαβαίναμε κοιτώντας από κει κάτω ήταν πως όλοι ήταν ίδιοι. Ακόμα και εμείς. Ίδια κωλόπαιδα που ψάχνουν μια δικαιολογία να ξεφύγουν από το τρομαγμένο παιδάκι που τελείωσε πρόωρα το σχολείο και του ζητήθηκε να φτιάξει την ζωή από την αρχή. Από τις βάσεις. Μα οι βάσεις είναι σάπιες. Γινόμασταν πρεζάκια χασικλήδες τελειωμένοι να σέρνουμε τις προτάσεις μας μαζί με τα ποδιά μας. Γινόμασταν κατακριτέοι και αποδιοπομπαίοι τράγοι για όλα τα κακά που συνέβαιναν.

Μα ήταν εντάξει. Δεν μας ένοιαζε η κριτική από όπου και αν ερχόταν. Και έτσι συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε γύρω από τον ήλιο μα με την σελήνη να μας δείχνει τον δρόμο. Το φως της μας έλουζε σχεδόν ενοχικά κάθε βραδιά που βγαίναμε να γαμήσουμε οτιδήποτε μπορούσε να γαμηθεί. Και παραπάνω από τις μισές φορές το κρεβάτι μας έβρισκε μόνους να σκεφτόμαστε αυτό που πραγματικά αγαπάμε, κουλουριασμένοι σα μικρά παιδία και με δάκρυα να τρέχουν στο μαξιλάρι. Ο καλύτερος μας φίλος. Έπαιρνε τα δάκρυα μας και δε παραπονιότανε όσο σφιχτά και αν το κρατούσαμε.

Και οι μέρες πέρασαν. Και η καλοσύνη του Κυρίου μας κράτησε ζωντανούς ακόμα και τώρα. Με λίγες άσπρες τρίχες στη κεφαλή μας, τη σοφία που αποκτήσαμε από κείνες τις στιγμές, και μιαν αποθυμιά για όλα αυτά που περάσαμε. Αλλά στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να τα πάρει μακριά μας.

Όσο μακριά και αν είμαστε ο ένας από τον άλλον.

Η πρωτη φορα που πεθανα


«Μοιάζει να ναι απόγευμα κάπου σ’ ένα απομονωμένο από σκέψεις κόσμο. Μαζεμένοι άνθρωποι από παντού, φορώντας την καλύτερη τους διάθεση, το καλό τους το χαμόγελο, αφήνοντας στην είσοδο την υποκρισία. Κάπου εκεί χαμένος στον κόσμο είμαι και 'γω. Έχοντας βγάλει το γκρι πέπλο που σκεπάζει την μοίρα μου, περπατάω χαμογελώντας. Μένω να κοιτάζω για αρκετή ώρα το καρουζελ, γεμάτο παιδάκια χαμογελαστά με τους γονείς τους να τα καμαρώνουν . βλέπω ανθρώπους στριμωγμένους έξω από ένα μεγάλο κεφάλι χαμογελαστού κλόουν. Με ανατριχιάζουν οι κλόουν ακόμη και εδώ που κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν. Φεύγω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν έχω ιδέα τι μέρος είναι αυτό, ούτε και τι δουλεία έχω εγώ εδώ. Πόσο μάλλον πως έφτασα μέχρι εδώ. Αλλά δε φαίνεται να με νοιάζει και τόσο. Εδώ κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν.

Κοιτάζω προς τα πάνω και βλέπω ένα μπαλκόνι κάπου μισό ουρανό ψηλά. Οι σκάλες που σε πάνε σε αυτό είναι σαν σπείρες, σα φίδι που έχει τυλιχτεί σ΄ ένα κλαδί και περιμένει. Έχω να πάρω ναρκωτικά η οτιδήποτε μπορεί να σου δημιουργήσει παραισθήσεις πολύ καιρό τώρα, όποτε δεν είναι κάποιο παιχνίδι του μυαλού μου. Αρχίζω να περπατάω προς τις σκάλες. Περπατάω για ώρα μα σε κάθε μου βήμα η απόσταση μακραίνει. Περπατάω μέχρι που φτάνει το βράδυ. Η περιέργεια μου για το τι βρίσκεται σε αυτό το μπαλκόνι, διακόπτεται όταν παρατηρώ πως έχω αφήσει αρκετά πίσω μου το μέρος που βρισκόμουν. Αρκετά μακριά για να βλέπω τα φώτα να μικραίνουν, σα μια μικρή πόλη κάπου στο πουθενά. Αλλά δε μου μοιάζει περίεργο. Εδώ κανείς δεν μπορεί να πειράξει κανέναν.

Έφτασα στην πύλη που οδηγεί στις σκάλες. Μια λέξη τυλιγμένη στο φως βρίσκεται σα πινακίδα από νέον ακριβώς από πάνω μου. Είναι τόσο φωτεινή που δεν μπορώ να καταλάβω τι γράφει. Τα σκαλιά είναι φτιαγμένα από ακριβό μαυροπρασσινο μάρμαρο, όμορφα γυαλιστερά και γλιστερά. Αρχίζω να τα ανεβαίνω, ένα ένα στην αρχή, μα μοιάζουν ατελείωτα. Δυο δυο στη συνεχεία αλλά γλιστράω στην προσπάθεια. Τα παπούτσια που φοράω  με δυσκολεύουν πολύ, όποτε τα βγάζω. Κάνω να τα πετάξω κάτω, αλλά κάτω δεν φαίνεται τίποτα παρά μόνο μικρά φώτα. Που στο διάολο βρίσκομαι, είναι η πρώτη σκέψη αλλά η δεύτερη σκέψη έρχεται να με καθησυχάσει. Εδώ κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν.

Συνεχίζω να σκαρφαλώνω ξυπόλητος πια στις σκάλες και μοιάζει πιο εύκολο τώρα. Έχω που ανεβαίνω σκάλες κοντά μίση νύχτα μα το φεγγάρι δεν έχει κινηθεί καθόλου. Ακούω γέλια φωνές μια φάλτσα μουσική από κάπου μακριά. Από κάπου ψηλά. Από το μέρος που θέλω να φτάσω. Με καινούργια θέληση αρχίζω να ανεβαίνω τα σκαλιά με γρηγορότερο ρυθμό τώρα. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν κατακόρυφα και ο ιδρώτας έχει καλύψει όλο μου το σώμα. Βγάζω το μπουφάν μου και το πετάω μακριά. Το παντελόνι μου με δυσκολεύει στα βήματα μου, όποτε το ξεφορτώνομαι και αυτό. Μέχρι να φτάσω πάνω έχω πετάξει όλα μου τα ρούχα, και έχω μείνει γυμνός. Ο αέρας όσο πιο ψηλά ανεβαίνω αρχίζει και γίνεται πιο πυκνός, κάνει την ανάσα μου να κόβεται συχνά.  Μα τα φώτα οι φωνές και η μουσική είναι τόσο κοντά πια. Εδώ κανείς δε μπορεί να βλάψει κανέναν λέω φωναχτά και αρχίσω να σκαρφαλώνω τα σκαλιά με τα χέρια και τα ποδιά μου. Τα σκαλιά έχουν γίνει απότομα τώρα. Δεν έχω ιδέα πόσο ψηλά είμαι αλλά όλο μου το σώμα θέλει να ανέβει σ’ αυτό το γαμημένο μπαλκόνι. Στιγμές αργότερα σέρνομαι στο πάτωμα που βρίσκεται στο τέλος τον καταραμένων σκαλιών. Τα κατάφερα λέω στον εαυτό μου σαν επιβράβευση. Βάζω τα χέρια μου στο παγωμένο μάρμαρο και κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ.  Τότε καταλαβαίνω πως είμαι γυμνός, ιδρωμένος και πως κρυώνω πολύ.

Έχοντας τυλίξει τα χέρια μου στο στήθος , περπατάω προς το μέρος που ακούγεται όλη αυτή η θλιμμένα χαρούμενη φασαρία. Οι σπασμοί μου για να κρατήσει το σώμα μου μια σταθερή θερμοκρασία με εκνευρίζουν. Θα ‘ναι ζεστά μέσα σκέφτομαι και φτάνω στην είσοδο. Βλέπω κάτι που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο κυριλέ μέρος, μιας στοιχειωμένης εποχής. Σα να είναι κάποια συγκέντρωση πλουσίων, μιας  νεκρής πια πόλης, στη δυτική Βιρτζίνια του 1930. Σε ένα περίεργα μεγαλοπρεπές  σπίτι που φωνάζει πως είναι πολύ ακριβό.  Μεγάλοι πολυέλεοι με ζεστό πορτοκαλί φως. Τοίχοι με ταπετσαρίες βαθύ κόκκινου και μαύρου χρώματος με ακαθόριστα σχήματα. Ένα παχύ χαλί που ουρλιάζει από μακριά πως το έφτιαξαν άνθρωποι με τα χέρια τους κόμπο κόμπο. Μεγάλα κάδρα με πίνακες στους τοίχους που μου μοιάζουν σα δημιουργίες του Gigger. Ένα μεγάλο τζάκι ακριβώς στη μέση του τοίχου που είναι απέναντι από την πόρτα.  Στο ταβάνι γύρω απ’ τη βάση των πολυελέων υπάρχει μια περίεργη δημιουργία από γύψο, που μοιάζει σα φίδι που τρώει την ουρά του. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα με μεγάλες βαριές κόκκινες κουρτίνες, στημένες έτσι ώστε να μη μπορεί το φως να μπει. Αφού κοίταξα τον χώρο αρκετές φορές λες και ήθελα να τον απομνημονεύσω, έκανα ένα βήμα και μπήκα μέσα. Το γυμνό μου πόδι πάτησε σ’ ένα ζεστό πάτωμα φτιαγμένο από ακριβό ξύλο. Κοίταξα καλύτερα μα δεν υπήρχε τίποτα άλλο, μα ακριβά έπιπλα και μια γελοία ζεστασιά που μου θύμιζε το σπίτι μου τα Χριστούγεννα. Ίχνος ζωής. Παρά μόνο ένα ξύλινο στρογγυλό τραπεζάκι στη μέση του χαλιού και πάνω του ένα παλιό μεγάλο γραμμόφωνο με ένα τεράστιο ηχείο ή όπως διάολο το λένε αυτό.

Ένας δίσκος που έχει χάσει τις στροφές του γυρνάει. Η βελόνα έχει φύγει από την θέση της. Να η μουσική λέω από μέσα μου. Επειδή σταμάτησε η μουσική ο κόσμος έφυγε ήταν η δικαιολογία μου για αυτό το παράξενο γεγονός.

Στεκόμουν γυμνός πάνω από το τραπεζάκι και παρατηρούσα τον δίσκο να γυρνάει. Θα ΄ναι καλύτερα εάν πάω κοντά στο τζάκι είπα στον εαυτό μου και έτσι έκανα. Αφού ζεστάθηκα για λίγη ώρα στη φωτιά, αποφάσισα να βάλω τον δίσκο πάλι να παίζει, και ίσως όλοι αυτοί που ήταν εδώ ξαναγυρίσουν.

Έσπρωξα την βελόνα με τα δάχτυλα μου προς το μέρος του δίσκου, και αυτή ταίριαξε με τις στροφές του. Ένα βαθύ βουητό άρχισε να ακούγεται από το ηχείο. Καθώς το βουητό άρχισε να ξεκαθαρίζει ακούστηκαν γέλια… χαρούμενες φωνές… ποτήρια να ακουμπούν το ένα το άλλο… νεκρές φωνές… νέκρα γέλια… γέλια από κάποια άλλη εποχή… από κάποιον άλλον κόσμο… και μια φάλτσα μουσική από το βάθος. Τρόμαξα. Απομακρύνθηκα από το γραμμόφωνο. Όμως το βλέμμα μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί.  Στο δωμάτιο ήμουν μόνος μου. Κανείς άλλος. Κανείς άλλος δεν είχε πατήσει το πόδι του σε αυτό το δωμάτιο για πολύ καιρό μάλλον.  Ένα ρίγος που άρχιζε από το πίσω μέρος των ποδιών μου, συνέχιζε στην σπονδυλική μου στήλη και κατέληγε στο σβέρκο μου, φώναζε να φύγω από κει γρήγορα. Μα ήταν τόσο ζεστά εκεί μέσα. Όλο μου το είναι ούρλιαζε να φύγω, μα το σώμα μου δε κουνιόταν. Έκλεισα τα μάτια μου, μα αντί για σκοτάδι είδα το δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Να με κοιτάνε και να χαμογελάνε. Να με αποδέχονται που είμαι τρομαγμένος. Τα μάτια τους ήταν κενά, μαύρα και η επιδερμίδα τους χλωμή. Σα κάποιος πολύ  άρρωστος άνθρωπος σε κοιτάει με αυτό το βλέμμα που δε σου δημιουργεί άλλο συναίσθημα εκτός από συμπόνια.  Άνοιξα τα μάτια μου γρήγορα για να ξαναδώ πως το δωμάτιο ήταν αδειανό. Έτρεξα προς την πόρτα. Για μια στιγμή έκλεισα ξανά τα μάτια μου, και στην πόρτα με περίμενε ένας καλοντυμένος σερβιτόρος μεγάλης ηλικίας, με άσπρα μαλλιά και ένα καλοσυντηριμενο μουστακάκι.

«Γιατί να φύγεις αφού έκανες τόσο κόπο για να ανέβεις;» με ρώτησε. Το μυαλό μου είχε αρχίζει να ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και κολάσεως. Κάθε που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα ένα μέρος με χλωμούς χαμογελαστούς ανθρώπους που με καλωσόριζαν. Όταν τα ξανάνοιγα πάλι έβλεπα ένα ανατριχιαστικά στοιχειωμένο μέρος. Κανείς δε μπορεί να βλάψει κανέναν ούρλιαζα, πόσο μάλλον αν αυτός ο κανένας είναι νεκρός… έτρεξα μέχρι τις σκάλες, μα οι σκάλες είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξα κάτω και είδα την ράχη ενός γιγάντιου φιδιού να χάνεται μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Κοίταξα πάνω και είδα τα αστέρια στον ουρανό να ναι τόσο κοντά μου που μπορούσα να τα αγγίξω. Πήρα λίγα μέτρα φόρα και σάλταρα στο κενό. Τέντωσα όλο μου το σώμα για να πιάσω ένα αστέρι μα το χέρι μου κάηκε, πήρε φωτιά, και στη συνεχεία το υπόλοιπο του κορμιού μου.

Η φωτιά με τύλιξε και άρχισα να πέφτω γρήγορα. Σα πεφταστέρι. Μάλλον θα κάνω καμία ευχή αν ζήσω αστειεύτηκα. Μα δεν έζησα. Καθώς έπεφτα το σώμα μου άρχισε να γίνεται σκόνη. Έβλεπα τα χέρια μου να εξαφανίζονται σιγά σιγά. Το κορμί μου έχανε το σχήμα του. Γινόμουν σκόνη.



Ωραία.

Δεν θα πεθάνω απ την πτώση.



Έβλεπα τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού να χάνονται. Τελευταίο που χάθηκε ήταν το μεσαίο μου δάχτυλο. Και βλέποντας τον εαυτό μου να μου κάνει κωλοδάχτυλο, κατάλαβα πως έκανα μεγάλη μαλακία. Έπρεπε να είχα προτιμήσει το ασανσέρ. Ή να τα έπινα με τους νεκρούς τυπάδες. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.

Μα τώρα είναι θανάσιμα αργά. Τα σύννεφα διαλύθηκαν και άρχισα να βλέπω το μέρος από όπου ξεκίνησα. Τα φώτα, ο κόσμος, ο γαμημένος κλόουν. Και ‘γω έπεφτα.

Φλεγόμενος.

Και ο κόσμος με νόμισε πεφταστέρι. Και άρχισε να κάνει ευχές. Και η κάθε τους ευχή,  ακουγόταν μέσα στο κεφάλι μου. Δε πάτε να γαμηθείτε ήταν η απάντηση μου.



Και το οποίο σώμα μου συνάντησε το έδαφος.



 Τελικά δεν γλίτωσα την σύγκρουση. Μα διαλύθηκα. Και έγινα ένα τεράστιο σύννεφο μεσκαλίνης. Που απλώθηκα πάνω απ όλο τον κόσμο. Έπνιξα με την σκόνη μου, όλη τη γη. 

Κάπως έτσι πέθανα. Και δεν πήγα σ’ ένα καλύτερο μέρος. Πήγα σε πολλά ταυτόχρονα. Και έκανα τον κάθε άνθρωπο χαρούμενο.  Ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων.»

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

χρονος

Άλλη μια μέρα ακόμα έφτασε στο μέσο της και εσύ αναφώνησες ακόμα μια έφυγε… εντάξει έχει ακόμα πολύ για να τελειώσει και αυτή η μέρα αλλά στο τέλος πάντα περναει. και σε βρίσκει να κοιτάς τους μεντεσέδες στο πάνω κρεβάτι και να κλείνεις τα μάτια σου για να δραπετεύσεις…. Και στα αλήθεια δραπετεύεις… βλέπεις όνειρα… όμορφα όνειρα.. που άλλες φορές τελειώνουν με το βίαιο σκούντημα του θαλαμοφύλακα και άλλες με την αγριογκαριδα κάποιου σαλεμένου. Αλλά πάντα τελειώνουν βιαία…. υΓ : μη σταματήσεις ποτέ να ονειρεύεσαι…

Ακόμα μια ώρα στη σκοπιά έφυγε και εσύ κοιτάς το κινητό σου για να δεις κάποιο μήνυμα της. Και ξαφνικά ο χρόνος κολλάει. Σταματάν να γυρνάν οι δείκτες και οι σκέψεις σου πέφτουν σε λάκκο. Σου λείπει. Την θες εκείνη την γαμημένη στιγμή κοντά σου. Να σε αγκαλιάσει. Να σε κοιτάξει με τα μάτια της να σε πιάσει τρυφερά από το κεφάλι και να σε τραβήξει κοντά της για να σε φιλήσει… να νιώσεις όλη την δροσιά της , να ανασάνεις ζωή από αυτήν και να χαθείτε στο ξημέρωμα… αλλά μήνυμα ακόμα να έρθει… και νιώθεις το κεφάλι σου λίγο πιο βαρύ… και δεν φταίει πια το κράνος… κάποια φωνή γνώριμη σε επαναφέρει… μαλακά ξυπνά… η γη δεν θα σταματήσει να γυρνά γύρο απ τον ήλιο τώρα που εσύ είσαι φαντάρος… υγ: μη σταματήσεις να ελπίζεις….

Πρωί… σε τραβάει το πόδι σου πολύ σήμερα… περιμένεις να δεις πως θα εξελιχθεί η μέρα . όλοι τρέχουν να προλάβουν το τίποτα. Φωνές δεξιά και αριστερά. Σου φωνάζουν και εσένα να σβήσεις το τσιγάρο και να τρέξεις… τους γράφεις στα παπάρια σου και τραβάς άλλη μια μεγάλη τζούρα… και καθώς ο καπνός σου καίει τα πνευμόνια την ξαναφέρνεις στον νου σου…. Καλημέρα της λες και χαμογελάς… δεν πάει να γαμηθεί και αυτή η μέρα… βαδίζεις αργά προς το μεσημέρι και τότε 8α σκεφτείς πως και αυτή η μέρα πέρασε… υγ: δεν μπορείς να νικήσεις τον χρόνο…..

Άλλο πρωινό… το πόδι σου σε τραβάει ξανά… κουτσαίνοντας πας να φας πρωινό και όλα τα υπόλοιπα έρχονται. Δεν κοιτάς το ρόλοι σου, δεν σε νοιάζει πως θα περάσει η σημερινή μέρα, απλά ζεις και είσαι κάπως ευτυχισμένος για το γεγονός. Δεν είσαι και ευγνώμονας γιατί θα μπορούσες να το καταλάβεις και εκτός συρματοπλεγμάτων το ότι και σήμερα που ξύπνησες ζεις. Ζεις; Να μια μεγάλη ερώτηση που κανονικά πρέπει να μη την κανείς όσο είσαι μέσα… Και καμία απάντηση δεν πρόκειται να σου έρθει όσο και να περιμένεις… όπως και τα μηνύματα της… ποτέ δεν έρχονται πια… και έτσι περνάν οι μέρες… τουλάχιστον έχεις κάτι να περιμένεις… Υ Γ : Και όταν όλα γύρω σου σε σφυγκουν σα τεραστία θηλιά… μη ξεχνάς να αναπνεύσεις…

Και είναι και εκείνες οι στιγμές που τα δάχτυλα σου πληκτρολογούν στο κινητό λόγια αγάπης… λόγια που της λες πόσο σου λείπει και πόσο την αγαπάς… λόγια που δεν της τα χες πει ποτέ… και όταν το μήνυμα έχει ήδη σταλεί σκέφτεσαι το λόγο που δεν τα χες πει νωρίτερα… σε μαλάκωσε ο στρατός λες και βάζεις το κινητό γρήγορα στη τσέπη σου… και έπειτα περιμένεις μια απάντηση που να σου λέει ακριβώς τα ίδια… αλλά κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί στην βάρδια σου… και ζητάς από τον Χριστό να σου δώσει κάτι παραπάνω από μια ζωή για να προλάβεις να της πεις όλα όσα ποτέ δεν τόλμησες να πεις επειδή η μαγκιά σου δεν στο επέτρεπε… Αλλά παίρνεις μεγαλοπρεπέστατα τα άγια αρχίδια του…

Υ γ: Αν θες κάτι παραπάνω από μια ζωή…φρόντισε να χεις μεγαλύτερο μέσον….

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008