Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Ιστοριες, τρεις ζωες πριν


Μια φορά και ένα καιρό… που όλα ήταν πιθανά… που όλα ήταν προσιτά… που όσα είχαμε στην τσέπη μας έφταναν για να αγοράσουμε όλα όσα θέλαμε… που όσα θέλαμε να γίνουν τα βλέπαμε να παίρνουν μορφή μπροστά  μας… τότε που η αθωότητα μας είχε μια θολή… παράξενη μορφή… τότε που ξένοι σε ξένο τόπο κάναμε δικιά μας την ζωή που γουστάραμε… τότε που ο ουρανός ήταν το όριο, και ο θάνατος μια μακρινή υποψία… ψευδαισθήσεις αθανασίας και μεγαλείου. Γκρεμίστηκαν όπως ένας πύργος φτιαγμένος από τραπουλόχαρτα… αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Για την ακρίβεια ποτέ δεν είχε… Ξέραμε πως κάποτε θα τελείωνε. αλλά σχεδόν κοιτούσαμε το τέλος με υπεροψία. Σα να το αγνοούσαμε.

και όταν το τέλος ήρθε, όλοι χύσαμε ένα δάκρυ για όσα περάσαμε, για όλα όσα θα θέλαμε να ζήσουμε ακόμα, για όλα όσα αφήσαμε πίσω. Και αφήσαμε πίσω στιγμές. Στιγμές ανεξίτηλες, σα πληγές που δεν θέλουμε να κλείσουν,  στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου…και υποσχεθήκαμε… υποσχεθήκαμε πως η απόσταση ποτέ μα ποτέ δεν θα σταθεί εμπόδιο για εμάς που γίναμε μεγάλοι άνθρωποι μαζί. Που μαζί γελούσαμε, μαζί κλαίγαμε, μαζί ερωτευόμασταν, μαζί χωρίζαμε… Και κρατήσαμε τις στιγμές αυτές για φυλαχτό για τα χρόνια που θα έρθουν. Και θα μας βρουν χώρια. Θα μας βρουν αλλού. Αλλά δεν έχει σημασία όπως προείπα. Σημασία έχουν οι στιγμές.

Στιγμές που χορεύαμε τύφλα από φτηνό κρασί  πνιγμένοι στα θέλω μας τα θεόρατα. στιγμές που το σπίτι φαινόταν ότι πιο κοντινό στον παράδεισο. Με λιγότερο από μισό μυαλό να παραπατάμε για να φτάσουμε μέχρι τις πύλες του δικού μας παράδεισου. Στιγμές που όταν ο έρωτας χτυπούσε αλύπητα κάποιους από μας ξοδεύαμε όλο μας το βράδυ στο λιμάνι κάνοντας σχέδια και όνειρα.  Στιγμές που περπατούσαμε χιλιόμετρα για να ξεφύγουμε από τους δαίμονες που παραμόνευαν σε κάθε μας επιλογή. Στιγμές που ασφυκτιούσαμε σπίτια μας με τους γονείς μας να μην καταλαβαίνουν πως μεγαλώνουμε χωρίς να μας βλέπουν.

Στιγμές που μαστουρώναμε μέχρι σκασμού, χωρίς λόγο και καμία αιτία, απλά το κάναμε, και στο τέλος βρίσκαμε όλες τις αιτίες και όλους τους λόγους μαζεμένους. στιγμές που μαζευόμασταν όλοι μαζί και τρώγαμε σα να ήτανε μια οικογενειακή συνήθεια. Στιγμές που λέγαμε μικρά ψέματα για να μείνουν οι άλλοι ασφαλείς από τις πράξεις τους. Στιγμές που λέγαμε μεγαλύτερα ψέματα για να κρατηθούμε εμείς ασφαλείς από τα ψέματα μας.

Μαλακίες. Περνούσαμε καλά και δεν μας ένοιαζε. Ταξιδεύαμε γύρω από τον ήλιο πάντα με τον ήλιο στα μάτια μας. Αυτά που αφήναμε πίσω ήταν αυτά που δεν χωρούσαν στα μπαγκάζια μας. Και δεν είχαμε πολλές αποσκευές. Είχαμε όλα όσα θέλαμε. Μια στάλα από την πηγή της ζωής, χρυσόσκονη στην τσέπη μας, πολλές χαρούμενες σκέψεις για να χουμε να πετάμε, και όνειρα συνταγογραφούμενα.  Πλαστικές συνειδήσεις, σε συσκευασία δώρου, και μια θολή κρίση που επηρέαζε την μνήμη μας. Μπορεί να φταίνε και τα χασίσια που σχεδόν ξεχνούσαμε που αφήσαμε τα σώματα μας, αλλά ήταν εντάξει. Κανείς δεν τα πείραζε όπου και να τα αφήναμε.

Χανόμασταν στην δική μας, προσωπική λήθη, χαρίζαμε όλα τα αλλά στους απ έξω. Πέφταμε και πέφταμε όλο και πιο βαθιά στην τρυπά του λαγού. Αλλά  ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα που όσο άσπρος και αν ήταν ο λαγός δεν μπορούσαμε να τον δούμε.  Και όταν πια χτυπήσαμε πάτο … μείναμε ξαπλωμένοι εκεί για λίγο καιρό… ήταν ωραία εκεί στον πάτο. Τα έβλεπες όλα από τις βάσεις τους. Και ήταν όλες οι βάσεις σάπιες . η καλή ανατροφή από την οικογένεια και αηδίες. Όλα τα γαμημένα κωλόπαιδα με την ψεύτικη ευθυκρισία, όταν έμεναν μόνα στα σπίτια τους, γαμιόντουσαν απ το pc τους, με οποίον ήταν αρκετά καυλωμένος και αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Όλοι όσοι κατηγορούσαν την σαλεμένη μας ματιά, γινόντουσαν με χάπια και άλλα σχετικά και τα τρέχανε στα νοσοκομεία για να τους τα βγάλουν με το ζόρι.

Οι σνομπ πουτάνισες που μας έκοβαν από την κορφή μέχρι τα νύχια έγιναν καλές σύντροφοι κάποιου κωλοπετσωμένου, με σχετικά μικρό καυλί αλλά πολύ μεγάλο αυτοκίνητο.  Πλούσια φλωρακια κρατούσαν την κόκα σε αλουμινόχαρτο στη κωλοτσεπη τους, και το παίζανε αναρχικοί. Τα ναρκωτικά τους κόστιζαν πιο πολύ και από το νοίκι μου, αλλά και πάλι είχαν άποψη για την αφραγκια. Μποέμ γκόμενες που στο τέλος όσο ενδιαφέρουσες  και αν φαινόντουσαν  ήταν τα κοριτσάκια ενός μπαμπά με πρόβλημα στύσης.  Και με μια ψεύτικη κατάθλιψη να σκεπάζει το βλέμμα τους, μετά το καμένο από τις φτηνές βαφές μαλλί τους. Και δικαιολογίες. Ψεύτικες γαμημένες  δικαιολογίες. Δικαιολογίες που σου τρυπούσαν το μυαλό και σου όπλιζαν το χέρι. Και καυγάδες. Μπουκάλια να σπανέ στα κεφάλια και τα ρέστα. Αυτό που καταλαβαίναμε κοιτώντας από κει κάτω ήταν πως όλοι ήταν ίδιοι. Ακόμα και εμείς. Ίδια κωλόπαιδα που ψάχνουν μια δικαιολογία να ξεφύγουν από το τρομαγμένο παιδάκι που τελείωσε πρόωρα το σχολείο και του ζητήθηκε να φτιάξει την ζωή από την αρχή. Από τις βάσεις. Μα οι βάσεις είναι σάπιες. Γινόμασταν πρεζάκια χασικλήδες τελειωμένοι να σέρνουμε τις προτάσεις μας μαζί με τα ποδιά μας. Γινόμασταν κατακριτέοι και αποδιοπομπαίοι τράγοι για όλα τα κακά που συνέβαιναν.

Μα ήταν εντάξει. Δεν μας ένοιαζε η κριτική από όπου και αν ερχόταν. Και έτσι συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε γύρω από τον ήλιο μα με την σελήνη να μας δείχνει τον δρόμο. Το φως της μας έλουζε σχεδόν ενοχικά κάθε βραδιά που βγαίναμε να γαμήσουμε οτιδήποτε μπορούσε να γαμηθεί. Και παραπάνω από τις μισές φορές το κρεβάτι μας έβρισκε μόνους να σκεφτόμαστε αυτό που πραγματικά αγαπάμε, κουλουριασμένοι σα μικρά παιδία και με δάκρυα να τρέχουν στο μαξιλάρι. Ο καλύτερος μας φίλος. Έπαιρνε τα δάκρυα μας και δε παραπονιότανε όσο σφιχτά και αν το κρατούσαμε.

Και οι μέρες πέρασαν. Και η καλοσύνη του Κυρίου μας κράτησε ζωντανούς ακόμα και τώρα. Με λίγες άσπρες τρίχες στη κεφαλή μας, τη σοφία που αποκτήσαμε από κείνες τις στιγμές, και μιαν αποθυμιά για όλα αυτά που περάσαμε. Αλλά στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να τα πάρει μακριά μας.

Όσο μακριά και αν είμαστε ο ένας από τον άλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: