Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Η πρωτη φορα που πεθανα


«Μοιάζει να ναι απόγευμα κάπου σ’ ένα απομονωμένο από σκέψεις κόσμο. Μαζεμένοι άνθρωποι από παντού, φορώντας την καλύτερη τους διάθεση, το καλό τους το χαμόγελο, αφήνοντας στην είσοδο την υποκρισία. Κάπου εκεί χαμένος στον κόσμο είμαι και 'γω. Έχοντας βγάλει το γκρι πέπλο που σκεπάζει την μοίρα μου, περπατάω χαμογελώντας. Μένω να κοιτάζω για αρκετή ώρα το καρουζελ, γεμάτο παιδάκια χαμογελαστά με τους γονείς τους να τα καμαρώνουν . βλέπω ανθρώπους στριμωγμένους έξω από ένα μεγάλο κεφάλι χαμογελαστού κλόουν. Με ανατριχιάζουν οι κλόουν ακόμη και εδώ που κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν. Φεύγω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν έχω ιδέα τι μέρος είναι αυτό, ούτε και τι δουλεία έχω εγώ εδώ. Πόσο μάλλον πως έφτασα μέχρι εδώ. Αλλά δε φαίνεται να με νοιάζει και τόσο. Εδώ κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν.

Κοιτάζω προς τα πάνω και βλέπω ένα μπαλκόνι κάπου μισό ουρανό ψηλά. Οι σκάλες που σε πάνε σε αυτό είναι σαν σπείρες, σα φίδι που έχει τυλιχτεί σ΄ ένα κλαδί και περιμένει. Έχω να πάρω ναρκωτικά η οτιδήποτε μπορεί να σου δημιουργήσει παραισθήσεις πολύ καιρό τώρα, όποτε δεν είναι κάποιο παιχνίδι του μυαλού μου. Αρχίζω να περπατάω προς τις σκάλες. Περπατάω για ώρα μα σε κάθε μου βήμα η απόσταση μακραίνει. Περπατάω μέχρι που φτάνει το βράδυ. Η περιέργεια μου για το τι βρίσκεται σε αυτό το μπαλκόνι, διακόπτεται όταν παρατηρώ πως έχω αφήσει αρκετά πίσω μου το μέρος που βρισκόμουν. Αρκετά μακριά για να βλέπω τα φώτα να μικραίνουν, σα μια μικρή πόλη κάπου στο πουθενά. Αλλά δε μου μοιάζει περίεργο. Εδώ κανείς δεν μπορεί να πειράξει κανέναν.

Έφτασα στην πύλη που οδηγεί στις σκάλες. Μια λέξη τυλιγμένη στο φως βρίσκεται σα πινακίδα από νέον ακριβώς από πάνω μου. Είναι τόσο φωτεινή που δεν μπορώ να καταλάβω τι γράφει. Τα σκαλιά είναι φτιαγμένα από ακριβό μαυροπρασσινο μάρμαρο, όμορφα γυαλιστερά και γλιστερά. Αρχίζω να τα ανεβαίνω, ένα ένα στην αρχή, μα μοιάζουν ατελείωτα. Δυο δυο στη συνεχεία αλλά γλιστράω στην προσπάθεια. Τα παπούτσια που φοράω  με δυσκολεύουν πολύ, όποτε τα βγάζω. Κάνω να τα πετάξω κάτω, αλλά κάτω δεν φαίνεται τίποτα παρά μόνο μικρά φώτα. Που στο διάολο βρίσκομαι, είναι η πρώτη σκέψη αλλά η δεύτερη σκέψη έρχεται να με καθησυχάσει. Εδώ κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν.

Συνεχίζω να σκαρφαλώνω ξυπόλητος πια στις σκάλες και μοιάζει πιο εύκολο τώρα. Έχω που ανεβαίνω σκάλες κοντά μίση νύχτα μα το φεγγάρι δεν έχει κινηθεί καθόλου. Ακούω γέλια φωνές μια φάλτσα μουσική από κάπου μακριά. Από κάπου ψηλά. Από το μέρος που θέλω να φτάσω. Με καινούργια θέληση αρχίζω να ανεβαίνω τα σκαλιά με γρηγορότερο ρυθμό τώρα. Οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν κατακόρυφα και ο ιδρώτας έχει καλύψει όλο μου το σώμα. Βγάζω το μπουφάν μου και το πετάω μακριά. Το παντελόνι μου με δυσκολεύει στα βήματα μου, όποτε το ξεφορτώνομαι και αυτό. Μέχρι να φτάσω πάνω έχω πετάξει όλα μου τα ρούχα, και έχω μείνει γυμνός. Ο αέρας όσο πιο ψηλά ανεβαίνω αρχίζει και γίνεται πιο πυκνός, κάνει την ανάσα μου να κόβεται συχνά.  Μα τα φώτα οι φωνές και η μουσική είναι τόσο κοντά πια. Εδώ κανείς δε μπορεί να βλάψει κανέναν λέω φωναχτά και αρχίσω να σκαρφαλώνω τα σκαλιά με τα χέρια και τα ποδιά μου. Τα σκαλιά έχουν γίνει απότομα τώρα. Δεν έχω ιδέα πόσο ψηλά είμαι αλλά όλο μου το σώμα θέλει να ανέβει σ’ αυτό το γαμημένο μπαλκόνι. Στιγμές αργότερα σέρνομαι στο πάτωμα που βρίσκεται στο τέλος τον καταραμένων σκαλιών. Τα κατάφερα λέω στον εαυτό μου σαν επιβράβευση. Βάζω τα χέρια μου στο παγωμένο μάρμαρο και κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ.  Τότε καταλαβαίνω πως είμαι γυμνός, ιδρωμένος και πως κρυώνω πολύ.

Έχοντας τυλίξει τα χέρια μου στο στήθος , περπατάω προς το μέρος που ακούγεται όλη αυτή η θλιμμένα χαρούμενη φασαρία. Οι σπασμοί μου για να κρατήσει το σώμα μου μια σταθερή θερμοκρασία με εκνευρίζουν. Θα ‘ναι ζεστά μέσα σκέφτομαι και φτάνω στην είσοδο. Βλέπω κάτι που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο κυριλέ μέρος, μιας στοιχειωμένης εποχής. Σα να είναι κάποια συγκέντρωση πλουσίων, μιας  νεκρής πια πόλης, στη δυτική Βιρτζίνια του 1930. Σε ένα περίεργα μεγαλοπρεπές  σπίτι που φωνάζει πως είναι πολύ ακριβό.  Μεγάλοι πολυέλεοι με ζεστό πορτοκαλί φως. Τοίχοι με ταπετσαρίες βαθύ κόκκινου και μαύρου χρώματος με ακαθόριστα σχήματα. Ένα παχύ χαλί που ουρλιάζει από μακριά πως το έφτιαξαν άνθρωποι με τα χέρια τους κόμπο κόμπο. Μεγάλα κάδρα με πίνακες στους τοίχους που μου μοιάζουν σα δημιουργίες του Gigger. Ένα μεγάλο τζάκι ακριβώς στη μέση του τοίχου που είναι απέναντι από την πόρτα.  Στο ταβάνι γύρω απ’ τη βάση των πολυελέων υπάρχει μια περίεργη δημιουργία από γύψο, που μοιάζει σα φίδι που τρώει την ουρά του. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα με μεγάλες βαριές κόκκινες κουρτίνες, στημένες έτσι ώστε να μη μπορεί το φως να μπει. Αφού κοίταξα τον χώρο αρκετές φορές λες και ήθελα να τον απομνημονεύσω, έκανα ένα βήμα και μπήκα μέσα. Το γυμνό μου πόδι πάτησε σ’ ένα ζεστό πάτωμα φτιαγμένο από ακριβό ξύλο. Κοίταξα καλύτερα μα δεν υπήρχε τίποτα άλλο, μα ακριβά έπιπλα και μια γελοία ζεστασιά που μου θύμιζε το σπίτι μου τα Χριστούγεννα. Ίχνος ζωής. Παρά μόνο ένα ξύλινο στρογγυλό τραπεζάκι στη μέση του χαλιού και πάνω του ένα παλιό μεγάλο γραμμόφωνο με ένα τεράστιο ηχείο ή όπως διάολο το λένε αυτό.

Ένας δίσκος που έχει χάσει τις στροφές του γυρνάει. Η βελόνα έχει φύγει από την θέση της. Να η μουσική λέω από μέσα μου. Επειδή σταμάτησε η μουσική ο κόσμος έφυγε ήταν η δικαιολογία μου για αυτό το παράξενο γεγονός.

Στεκόμουν γυμνός πάνω από το τραπεζάκι και παρατηρούσα τον δίσκο να γυρνάει. Θα ΄ναι καλύτερα εάν πάω κοντά στο τζάκι είπα στον εαυτό μου και έτσι έκανα. Αφού ζεστάθηκα για λίγη ώρα στη φωτιά, αποφάσισα να βάλω τον δίσκο πάλι να παίζει, και ίσως όλοι αυτοί που ήταν εδώ ξαναγυρίσουν.

Έσπρωξα την βελόνα με τα δάχτυλα μου προς το μέρος του δίσκου, και αυτή ταίριαξε με τις στροφές του. Ένα βαθύ βουητό άρχισε να ακούγεται από το ηχείο. Καθώς το βουητό άρχισε να ξεκαθαρίζει ακούστηκαν γέλια… χαρούμενες φωνές… ποτήρια να ακουμπούν το ένα το άλλο… νεκρές φωνές… νέκρα γέλια… γέλια από κάποια άλλη εποχή… από κάποιον άλλον κόσμο… και μια φάλτσα μουσική από το βάθος. Τρόμαξα. Απομακρύνθηκα από το γραμμόφωνο. Όμως το βλέμμα μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκεί.  Στο δωμάτιο ήμουν μόνος μου. Κανείς άλλος. Κανείς άλλος δεν είχε πατήσει το πόδι του σε αυτό το δωμάτιο για πολύ καιρό μάλλον.  Ένα ρίγος που άρχιζε από το πίσω μέρος των ποδιών μου, συνέχιζε στην σπονδυλική μου στήλη και κατέληγε στο σβέρκο μου, φώναζε να φύγω από κει γρήγορα. Μα ήταν τόσο ζεστά εκεί μέσα. Όλο μου το είναι ούρλιαζε να φύγω, μα το σώμα μου δε κουνιόταν. Έκλεισα τα μάτια μου, μα αντί για σκοτάδι είδα το δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Να με κοιτάνε και να χαμογελάνε. Να με αποδέχονται που είμαι τρομαγμένος. Τα μάτια τους ήταν κενά, μαύρα και η επιδερμίδα τους χλωμή. Σα κάποιος πολύ  άρρωστος άνθρωπος σε κοιτάει με αυτό το βλέμμα που δε σου δημιουργεί άλλο συναίσθημα εκτός από συμπόνια.  Άνοιξα τα μάτια μου γρήγορα για να ξαναδώ πως το δωμάτιο ήταν αδειανό. Έτρεξα προς την πόρτα. Για μια στιγμή έκλεισα ξανά τα μάτια μου, και στην πόρτα με περίμενε ένας καλοντυμένος σερβιτόρος μεγάλης ηλικίας, με άσπρα μαλλιά και ένα καλοσυντηριμενο μουστακάκι.

«Γιατί να φύγεις αφού έκανες τόσο κόπο για να ανέβεις;» με ρώτησε. Το μυαλό μου είχε αρχίζει να ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και κολάσεως. Κάθε που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα ένα μέρος με χλωμούς χαμογελαστούς ανθρώπους που με καλωσόριζαν. Όταν τα ξανάνοιγα πάλι έβλεπα ένα ανατριχιαστικά στοιχειωμένο μέρος. Κανείς δε μπορεί να βλάψει κανέναν ούρλιαζα, πόσο μάλλον αν αυτός ο κανένας είναι νεκρός… έτρεξα μέχρι τις σκάλες, μα οι σκάλες είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξα κάτω και είδα την ράχη ενός γιγάντιου φιδιού να χάνεται μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Κοίταξα πάνω και είδα τα αστέρια στον ουρανό να ναι τόσο κοντά μου που μπορούσα να τα αγγίξω. Πήρα λίγα μέτρα φόρα και σάλταρα στο κενό. Τέντωσα όλο μου το σώμα για να πιάσω ένα αστέρι μα το χέρι μου κάηκε, πήρε φωτιά, και στη συνεχεία το υπόλοιπο του κορμιού μου.

Η φωτιά με τύλιξε και άρχισα να πέφτω γρήγορα. Σα πεφταστέρι. Μάλλον θα κάνω καμία ευχή αν ζήσω αστειεύτηκα. Μα δεν έζησα. Καθώς έπεφτα το σώμα μου άρχισε να γίνεται σκόνη. Έβλεπα τα χέρια μου να εξαφανίζονται σιγά σιγά. Το κορμί μου έχανε το σχήμα του. Γινόμουν σκόνη.



Ωραία.

Δεν θα πεθάνω απ την πτώση.



Έβλεπα τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού να χάνονται. Τελευταίο που χάθηκε ήταν το μεσαίο μου δάχτυλο. Και βλέποντας τον εαυτό μου να μου κάνει κωλοδάχτυλο, κατάλαβα πως έκανα μεγάλη μαλακία. Έπρεπε να είχα προτιμήσει το ασανσέρ. Ή να τα έπινα με τους νεκρούς τυπάδες. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.

Μα τώρα είναι θανάσιμα αργά. Τα σύννεφα διαλύθηκαν και άρχισα να βλέπω το μέρος από όπου ξεκίνησα. Τα φώτα, ο κόσμος, ο γαμημένος κλόουν. Και ‘γω έπεφτα.

Φλεγόμενος.

Και ο κόσμος με νόμισε πεφταστέρι. Και άρχισε να κάνει ευχές. Και η κάθε τους ευχή,  ακουγόταν μέσα στο κεφάλι μου. Δε πάτε να γαμηθείτε ήταν η απάντηση μου.



Και το οποίο σώμα μου συνάντησε το έδαφος.



 Τελικά δεν γλίτωσα την σύγκρουση. Μα διαλύθηκα. Και έγινα ένα τεράστιο σύννεφο μεσκαλίνης. Που απλώθηκα πάνω απ όλο τον κόσμο. Έπνιξα με την σκόνη μου, όλη τη γη. 

Κάπως έτσι πέθανα. Και δεν πήγα σ’ ένα καλύτερο μέρος. Πήγα σε πολλά ταυτόχρονα. Και έκανα τον κάθε άνθρωπο χαρούμενο.  Ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: